- ῥοφήματα
- ῥόφημαthat which is supped upneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ῥοφήματ' — ῥοφήματα , ῥόφημα that which is supped up neut nom/voc/acc pl ῥοφήματι , ῥόφημα that which is supped up neut dat sg ῥοφήματε , ῥόφημα that which is supped up neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυολόγημα — Ελαφρά λοιμώδης ασθένεια που προσβάλλει τη μύτη, τον λαιμό και τα ιγμόρεια. Υπάρχουν σχεδόν διακόσιοι διαφορετικοί ιοί που μπορούν να προκαλέσουν την ασθένεια. Τα ακριβή συμπτώματα μπορεί να διαφέρουν από ιό σε ιό, αλλά ένα τυπικό κ. εκδηλώνεται… … Dictionary of Greek
κρυοπληξία — Παθολογική κατάσταση, κατά την οποία η εσωτερική θερμοκρασία του οργανισμού κατεβαίνει κάτω από τους 34°C. Τα περισσότερα ζώα ανέχονται εσωτερική θερμοκρασία 18 20°C· τα μαστοφόρα έχουν ένα όριο ανοχής που φτάνει μέχρι τους 20 22°C. Στον άνθρωπο… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
βούτηγμα — βούτηγμα, το και βούτημα, το 1. το βύθισμα σε υγρό: Το βούτηγμα ψωμιού στη σαλάτα θεωρείται αγένεια. 2. κουλούρι, παξιμάδι ή μπισκότα που τα βουτάμε σε ροφήματα: Χρειαζόμαστε και βουτήγματα για τον καφέ. 3. η λαβή, το άρπαγμα, το πιάσιμο: Το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)